-
1 διασιλλαίνω
A mock, jeer at, c. acc., Luc.Lex.24;πράγματα καὶ δόγματα Iamb.Protr.21
.λά; τινὰ ἐπί τινι Alciphr.3.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασιλλαίνω
-
2 χαράσσω
A make pointed, sharpen, whet, ἅρπας, ὀδόντας, Hes.Op. 573, Sc. 235, cf. Plu.2.350d; καθάπερ βέλη τὰ πράγματα ib. 825f;χαρασσόμενος σίδηρος Hes.Op. 387
.2 furnish with notches or teeth, like a saw,τὰ σιδήρια Arist.Aud. 803a3
:—[voice] Pass., of certain birds,ἔχουσι.. τὰ ἄκρα τοῦ ῥύγχους κεχαραγμένα Id.PA 662b16
; φύλλα κεχαραγμένα serrated leaves, Dsc.4.173, cf. Thphr.HP3.10.5; σκύταλον κεχ. ὄζοις jagged or rugged with.., Theoc.17.31.3 metaph., whet, stimulate,ἔρως ψυχὰς χ. S.Fr. 684
codd. Stob. ( codd. Clem.Al.);τὸ φιλόνικον Plu.2.92a
, cf. 825f:—[voice] Pass., κεχαραγμένος τινί exasperated at.., Hdt.7.1; κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου be not angry at him for this, E.Med. 157 (lyr.);τῇπαρρησίᾳ χαραχθείς Plu.2.74e
.II cut into furrows, scratch,στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον κεντεῖ Pi.P.1.28
;κῦμα χ. Orph.A. 372
;ἀρότρῳ.. χ. χέρσον AP6.238
(Apollonid.);ὕδωρ ἐρετμοῖς Nonn.D.3.46
, cf. 41.114 ([voice] Pass.);τῷ θερμῷ χαράσσοντι τὴν ἐπιφάνειαν Plu.2.651e
:— [voice] Pass., wounded,E.
Rh.73;κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον A.Pers. 683
;θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη AP10.2
(Antip. Sid.), cf. 10.14 (Agath.); τόπος κεχαραγμένος ὑπὸ ὄμβρου, gloss on ῥωχμός, Sch.Gen.Il.23.420.3 stamp, seal, PRyl. 160.6 (i. A. D.), etc.III engrave, carve, ἐν νομίσματι [Βάττον] χ. (i.e. stamp his portrait) Arist. Fr. 528;οὔρεακαὶ πόντον ὑπὲρ τύμβοιο AP7.237
(Alph.); στάλαν ib. 547 (Leon.Alex.); inscribe,δόγματα.. εἰς στήλην SIG795
B27 (Delph., i A. D.);γράμμα.. τοίχοισι χαράξω Theoc.23.46
, cf. AP12.130;ἐν τύμβῳ γράμμ' ἐχάραξε τόδε Erinn.5.8
;τὸν Τροίης πόλεμον σελίδεσσι χ. APl.4.293
;γραφίδεσσι.. χάραξα.. ἱερὸν λόγον Hymn.Is.11
; [νόμους] εἰς πίνακας χ. D.S.12.26
;ὁ γραμματεὺς τοῦ δήμου τὸ β ἐχάραξα BMus.Inscr.481
*.430 ([place name] Ephesus); simply, write, (vi A. D.), sketch, draw,μορφὴν χαράξαι AP11.412
(Antioch.), cf. Anacreont.55.5; of the down marking the cheek, APl.5.344:—so in [voice] Med.,ἴουλος ἄχνοα χιονέης ἐχαράσσετο κύκλα παρειῆς Nonn.D.10.180
:—[voice] Pass., ib.5.404; [ὄμμα] ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, of lines drawn with antimony, AP9.139 (Claudian.); ἐπὶτοῦ νομίσματος κεχαράχθαι πέλεκυν Arist.Fr. 593
;στήλας γράμμασι κεχαραγμένας D.S.3.44
;στῆλαι χαράσσονται IG14.297
([place name] Panormus);τοῖχος ἅπας ἐχαράσσετο Luc.Am.16
; τὸ χαραχθὲν νόμισμα stamped money, coin, Plb.10.27.13;χρῆσθαι τῷ.. μέτρῳ κεχαραγμένῳ τῷ χαρακτῆρι IG22.1013.64
; also of the letters engraved, Peripl.M. Eux.2: metaph., λέξις κεχαραγμένη with a stamp, i.e. character of its own, Diocl.Magn.Stoic.3.213; τὴν μὲν (sc. τὴν σοφιστικὴν)ἰδιώματι κεχαράχθαι φήσομεν Phld.Rh.1.77
S. (Perh. a Semitic loan-word, cf. Hebr. [hudot ]āraš 'engrave'; or cogn. with Lith. že[rtilde]<*>i 'rake, scrape'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαράσσω
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek